βήχανι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βήχανι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βήχανι τό, Χίος -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. βηχάνι Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βήχω. ’Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ 10 (1929) 200.
Σημασιολογία
Τὸ ἀντιβηχικὸν φυτὸν βήχιον τὸ σιτοφάγον (tussilago farfara) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA