βιˬαστικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιˬαστικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βιˬαστικὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. βιˬαστ’κὰ βόρ. ἰδιώμ. βιˬασκὰ Ἴμβρ. κ.ἀ. διˬαστικὰ Κωνπλ. διˬαστ’κὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ.) δκιˬαστικά Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. βιˬαστικά, ὃ ἐκ τοῦ ἐπιθ. βιˬαστικός.
Σημασιολογία
Μετὰ σπουδῆς, ἐπειγόντως, κατεσπευσμένως ἔνθ’ ἀν.: Γράφω-διˬαβάζω-δουλεύω-περπατῶ-τρώγω-φεύγω βιˬαστικὰ κοιν. || Φρ. Βιˬαστικά καὶ γλήγορα (μὲ πολλὴν σπουδὴν) πολλαχ. Συνών. ἀδραχτά, ἀδραχτικά, ἀναγκασιˬὰ Β1. ἀναγκασμὲνα, ἀναγκαστὰ 2, ἀναγκαστικὰ 2, ἀραχτά, ἁρπαχτά, ἁρπαχτικά, ἁρπαχτικοῦ, ἁρπαχτικοῦθε, βιˬασμένα 2, βιˬαστὰ 2, βιˬαστικᾶτα, γρήγορα, ᾿ς τ᾿ ἁρπαχτὰ (ἰδ. ἁρπαχτὸς 2β).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA