βιβλιάριο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιβλιάριο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιβλιάριο τό, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βιβλιάριον.

Σημασιολογία

1) Πιστοποιητικὸν εἰς σχῆμα μικροῦ βιβλίου φέρον τὸ ὄνομα καὶ τὴν φωτογραφίαν τοῦ κατόχου πρὸς πιστοποίησιν τῆς ταυτότητός του: Ἀτομικὸ βιβλιάριο. Βιβλιάριο σπουδῶν. 2) Μικρὸν βιβλιάριον ἀνῆκον εἰς τὸν καταθέτην χρημάτων ἐν Τραπέζῃ, εἰς τὸ ὁποῖον ἀναγράφονται τὰ ἑκάστοτε κατατιθέμενα ἢ ἀναλαμβανόμενα ποσά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/