βίρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βίρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

βίρα ἐπίρρ. σύνηθ. βίρι Κεφαλλ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Σύμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾽Ιταλ. vira προστ. τοῦ ρ. virare.

Σημασιολογία

1) Ὡς ναυτικὸς ὅρ. σήκωσον ὑψηλὰ σύνηθ. 2) Ταχέως, πάσῃ δυνάμει Κύπρ. κ.ἀ. -Λεξ. Μ'Εγκυκλ.: Βίρα βίρα Κύπρ. Ἔλα βίρα Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. 3) Διαρκῶς, συνεχῶς σύνηθ.: ᾽Εκεῖ ποῦ πήγαμε εἴχαμε λεφτά καὶ βίρα γλέντι σύνηθ. Βίρα παρᾶες ποῦ ξοδκιˬάζει τοῦτος ὁ ἄθ-θρωπος Κύπρ. Ὅσα κιˬ ἂν πῇς, βίρ’ αὐτὸς κά' ὅ,τ' θέ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Βίρα ’ς τὰ χαρτιˬὰ-᾿ς τοὺ φουμάρ’σμα ᾿Αράχ. || Φρ. Βίρι καὶ δῶσ’ του (ἐπὶ τοῦ ἐξακολουθοῦντος νὰ πράττῃ τι) ᾽Απύρανθ. || Παροιμ. Παῖξε τοῦ γαάρου λύραν | νὰ χορεύκῃ βίρα βίρα Κύπρ. 4) ᾽Ολίγον κατ᾽ ὀλίγον Σύμ.: Βίρι βίρι ἔκαμεν το γούλον δικόν του. 5) Κρυφίως Κεφαλλ.: Ἦρτε βίρι βίρι. 6) Ὄχι ἀπεριφράστως, ἀλλ’ ἐμμέσως Κεφαλλ.: Τὸ εἶπε βίρι βίρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/