βιράρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιράρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιράρω σύνηθ. ὡς ναυτικὸς ὅρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. virare.
Σημασιολογία
1) Στρέφω ἐργάτην ἢ βαροῦλκον διὰ νὰ ἀνασπάσω τὴν ἄγκυραν σύνηθ.: Φρ. Βιράρω πόμπα (ἀπαίρω) Μεγίστ. 2) Ἕλκω πρὸς τὰ ἔσω τὴν ἅλυσιν σύνηθ. ᾽Αντίθ. λασκάρω. 3) Αἴρω γενικῶς σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA