ἀστραποβάρεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραποβάρεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστραποβάρεμα τό, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 196 ’στραπουβάριμα Θεσσ. (Καλαμπάκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀστραπὴ καὶ βάρεμα.

Σημασιολογία

Πλῆξις διὰ κεραυνοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ο Θεˬὸς νά σὶ φυλάῃ ἀποὺ ᾽στραπουβάριμα! Καλαμπάκ. Συνών. ἀστραποπελέκημα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/