ἀστραποβολεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποβολεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστραποβολεˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀστραπὴ καὶ βολεˬά.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκπομπὴ ἀστραπῆς. Συνών. ἀστροποβόλημα 1, ἀστραποβολητό. 2) Βλάβη ἐξ ἀστραπῆς προελθοῦσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA