ἀστέρητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστέρητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστέρητος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀστέρητος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ στερούμενος τῶν ἀπαραιτήτων: Καλοπαντρεύτηκε καὶ πέρασε ζωὴ ἀστέρητη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/