ἀστέρινος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστέρινος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστέρινος ἐπίθ. Ἀθῆν. Λευκ - ΚΠαλαμ. Ἀσαλ. ζωὴ2 150 ΙΠολεμ. Χειμώνανθ.2 78 ΓΣτρατήγ. Τραγούδ. Νησ. 86 - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀστέρινους Θεσσ. ἀστερινὸς Πελοπν. (Λάστ.) ἀστερ’νὸς Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστέρι καὶ τῆς καταλ. -ινος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐξ ἀστέρων ἀποτελούμενος ΓΣτρατήγ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τί λάμψεις ἐπετοῦσαν κἄπο͜ια μάτιˬα ποῦ λές κιˬ ὁ μῶλος ἔμο͜ιαζε οὐρανό, ἡ γῆ θαρεῖς ἀστέρινα παλάτιˬα. 2) Ὁ ἔχων ἀστέρας ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Βλαστ.: Νύχτ’ ἀστέρινη ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 3) Ὁ ὅμοιος πρὸς ἀστέρα ΙΠολέμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἔχουν ἀστέρινη ματιˬὰ | ποῦ πάντα λαμπυρίζει, ἔχουν ᾿ς τὰ στήθη των φωτιˬὰ | ποῦ καίει καὶ δροσίζει. 4) Ὁ ἐκ τῶν ἀστέρων προερχόμενος - Λεξ. Πρω. Ἀστέρινο φῶς. 5) Ὁ ἀναφερόμενος εἰς τοὺς ἀστέρας Ἀθῆν. Θεσσ. - Λεξ. Δημητρ.: Ξέρει τ’ ἀστέρινο ἀλφάβητο (γνωρίζει ἀστρονομίαν) Ἀθῆν. 6) Ὁ φέρων ἐπὶ τοῦ μετώπου λευκὸν ἀστεροειδὲς στίγμα, ἐπὶ ζῴων Λευκ. Πελοπν (Λάστ.) || ᾎσμ. Ἀφεdοκαβαλλίκεψες τ᾿ ἀστέρινο μουλάρι, ὁπὄχει ἀστέρι ᾿ς τὴ gορφὴ κιˬ ἀστέρι ’ς τὰ καπούλιˬα Λευκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστερᾶτος. 7) Οὐσ., ὁ ἀστὴρ ἑωσφόρος Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστέρας 1β. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀστερινὸς ὡς κύριον ὄν. Ἤπ. καὶ Ἀστιρ’νὸς ὡς ἐπών. Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/