ἀστερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστερὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Φεν.) Θηλ. ἀστέρω Ἤπ. Πελοπν. (Καστρ. Λάστ.) - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,193 ἀστέρου Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) ᾿στέρω Πελοπν. (Καστρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστέρι. Πβ. ἀστερουλλός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἀστροειδῆ, λευκὴν συνήθως, κηλῖδα εἰς τὸ μέτωπον, ἐπὶ ζῴων Ἤπ. Πελοπν. (Φεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.): Ἀστερὸ πρόβατο Φεν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστερᾶτος. β) Θηλ. Ἀστέρω, ὄνομα φορβάδος φερούσης λευκὸν στίγμα εἰς τὸ μέτωπον ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. . . . Κιˬ ἀπὸ τ’ ἀστέρι ποῦ ᾽χε καταμεσῆς ᾿ς τὸ μέτωπο τὴν ἔκραζαν Ἀστέρω. γ) Ὄνομα νεράιδας Πελοπν. (Λάστ.) 2) Προβατῖνα τῆς ὁποίας οἱ ὀφθαλμοὶ λάμπουν Πελοπν. (Καστρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. γυναικὸς ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Αστέρω Πελοπν. (Ἀροάν. Κορινθ.) Ἀστέρου Θεσσ. Στερελλ. (Ἀράχ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA