ἄστερχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστερχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄστερχτος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. ἄστρεχτος Ἤπ. ἄστρεγος Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἄστριγους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βλάστ.) ἄστρεος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στερχτὸς < στέργω. Παρ’ Ἡσυχ. τύπ. «ἄστεκτος. ἀφόρητος, ἀβάστακτος».
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν στέργει τις, ἀπαράδεκτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἄστρεχτος ὁ λόγος σου Λεξ. Δημητρ. Παῖξε καλὰ νὰ μὴν εἶναι ἄστρεες οἱ τοπεˬές σου Ἀπύρανθ. 2) Ὁ μὴ στέργων, ὁ ἀτίθασσος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βλάστ.) 3) Ὁ μὴ ἀρκούμενος εἴς τι, ὁ ἀνευχαρίστητος Ἤπ. Μακεδ (Βλάστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA