ἀστερώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστερώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστερώνω σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀστερόω.
Σημασιολογία
1) Μετβ. ποικίλλω τι δι᾽ ἀστέρων ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Ἁπλώνουν τὰ φτερούγιˬα τους κ' ἐπάνωθέ του ἀνοίγουν βαθύν, ἀπέραντο οὐρανὸ καὶ τοῦ τὸν ἀστερὠνουν ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,212. Μιˬὰν Ἀπριλιˬάτικη βραδε͜ιά, | μιˬὰ νύχτ᾿ ἀστερωμένη ψηλὰ ’ς τοῦ Πίνδου τὰ βουνὰ | μονάχος μου καθόμουν ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,23. 2) Ἀμτβ. πληροῦμαι ἀστέρων σύνηθ.: Ἀστέρωσε ὁ οὐρανός. 3) Παθ. Μεταβάλλομαι εἰς ἀστέρα, ἐπὶ θανόντος Λεξ. Δημητρ.: Ἀστερώθηκε ἡ ψυχούλα της.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA