ἀστραποβροντῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποβροντῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστραποβροντῶ ΚΠαλαμ. 'Ασάλ. ζωὴ2 123 ΜΤσιριμώκ. Σονέττ. 12 - Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. ἀστραπουβρουντῶ Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Στερελλ. (᾿Αράχ.) ἀστραποβροdῶ Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ. Γλυνᾶδ. Φιλότ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστραπόβροντο. Ἡ λ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ.
Σημασιολογία
'Απροσ. ἀστράπτει καὶ βροντᾷ ἔνθ’ ἀν.: ᾿Απόψε ἀστραποβροdᾷ καὶ θά ’χωμενε χειμῶνα Φιλότ. Ἀστραπουβρουντάει σὰν ᾿ς τοὺν κατακλυσμὸ Ἀράχ. Ἀστραποβρόνταε ὅλη τὴ νύχτα Λεξ. Δημητρ. Χτὲ βραδὺ ἀστραποβρόdα ’Απύρανθ. || Ποιήμ. Τοῦ Κάφρου ἡ γῆ ἀστραποβροντᾷ καί λάμπει πέρα ὡς πέρα ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Δίπλα μου ἀστραποβρόντησε ξεσπῶντας ἡ ἄγρια μπόρα ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 2127 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ὠσάν τὸ μαῦρο νέφαλο π᾿ ἄνεμος τὸ σκορπίζει καὶ μὲ βροντὲς καὶ μ᾿ ἀστραπὲς τὸν κόσμο φοβερίζει... ἐδέτσ’ ἐστραποβρόντηξε τσῆ Κρήτης τὸ λεˬοντάρι». Συνών. ἀστραπομπουμπουνίζω, ἀστραποτσοκανίζω 1, ἀστραφτωμπουμπουνίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA