ἀστραποκαίω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποκαίω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστραποκαίω 'Ιων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Λάστ.) ΑΛασκαράτ. Ἤθη 132 - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀστραπουκαίου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Ζουπάν. Σισάν.) ’στραπουκαίου Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀστραπουκάφτου Μακεδ. (Σισάν.) Μετοχ. ἀστραποκαμένος σύνηθ. ἀστραπουκαμένους βόρ. ἰδιώμ. ἀστραποκαηˬμένος Ζάκ. Πελοπν. (Λάστ. Μαγούλ. Μάναρ. Μάν. Οἰν.) ἀστραπουκαηˬμένους Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ καὶ τοῦ ρ. καίω. Ἡ μετοχ. ἀστραποκαημένος καὶ μεσν.
Σημασιολογία
Καίω διὰ κεραυνοῦ, κεραυνοβολῶ ἔνθ’ἀν.: Ἔπισιν ἀστραπόβουλου κὶ τσ᾿ ἀστραπόκαψιν Σισάν. Οὑ Θεˬὸς νὰ τοὺν ἀστραπουκάψ’! (ἀρὰ) αὐτόθ. Ν’ ἀστραπουκαῇ! Ἤπ. Γιˬατί ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἀστραποκαίει ὅλους ὅσους δίνουνε διˬαβολικὲς συμβουλές; ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. Ἀστραπουκαμένους ἔλατους Αἰτωλ. ’Αστραπουκαμέ’ λεύκα αὐτόθ. ᾿Εν ἀραῖς ἡ μετοχὴ σημαίνει καὶ ἐκεῖνον ὃν εἴθε νὰ καύσῃ ὁ κεραυνός: Ἆ, τὸν ἀστραποκαμένο! Βρὲ ἀστραποκαμένε, τί ἔκανες; Μωρὴ σκύλλα ἀστραποκαμένη! σύνηθ. Βρὲ κουρεμμένο, κοψοήμερο, ἀστραποκαμένο! Πελοπν. (Γορτυν.) || Φρ. Τό ’καμες κι᾿ τ’ἀστραπόκαψις (εἰρων. πρὸς τὸν καυχώμενον ὅτι καλῶς ἐξετέλεσέ τι. Συνών. φρ. τό ᾿δουκις τσ᾿ ἀστραπῆς κὶ τοὺ πῆρι) Ζαγόρ. || ᾌσμ. Κ’ ἐγὼ νὰ κλαίω τοὺς γιˬεροὺς τοὺς ἀστραποκαημένους, ὅπου ἀστραποκάηκαν, κακὸ βόλι τοὺς πῆρε Λάστ. Καλημέρα δίνω, καλημέρα δὲν παίρνει, τί κακὸ τὴν ἔκαμα, τὴν ἀστραποκαμένη; Θρᾴκ. - Ποίημ. Ἡ μάννα του σωριˬάζεται σὰν ἀστραποκαμένη ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 15. Συνών. ἀστραφτωκαίω. Ἡ μετοχ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀστραποκαηˬμένο καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Μαγούλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA