ἀστραπόκαμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραπόκαμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστραπόκαμα τό, Ἤπ. ᾽στραπόκαμα Θεσσ. (Καλαμπάκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀστραπὴ καὶ κάμα.
Σημασιολογία
Ἡ λάμψις τῆς ἀστραπῆς ἔνθ’ἀν.: Ἀστραπόκαμα μὲ βάρεσε καταματῆς καὶ μὲ τύφλωσε Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA