ἀστραποκαμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραποκαμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀστραποκαμὸς ὁ, Ἤπ. - ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 51 - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ’στραποκαμὸς ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀστραποκαίω.

Σημασιολογία

Ἀστραποκαμάρα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Κακὸς ἀστραποκαμός! (ἐνν. νὰ σ’ εὕρῃ. ᾽Αρὰ) Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Κι ἀπὸ τοὺς κάβους τοῦ Μορεˬᾶ πέρα ὥς τὴν Εὐφρατιˬὰ μέσ᾽ ’ς τὴ νυχτιˬὰ ἀστραποκαμός, μέσα ’ς τὴ μέρα ἀντάρα τοῦ γένους ἡ φωτιˬὰ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/