ἀστραπόπετρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραπόπετρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστραπόπετρα ἡ, Ἤπ. Θρᾴκ. ('Αλμ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Δάσκ.) - ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 29 καὶ 109 - Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀστραπὴ καὶ πέτρα.

Σημασιολογία

1) Κεραυνὸς πίπτων κατὰ τὴν λαϊκὴν ἀντίληψιν ὑπὸ τὴν μορφὴν διαπύρου λίθου ἔνθ' ἀν.: Ποίημ. Τὸ στέρνο σου τετράπλατο κ᾿ εἶναι γοργὴ ἡ ματιˬά σου, σὰν ἀστραπόπετρα καὶ πεˬὸ γοργὸ τὸ θέλημά σου ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. 29. Καὶ πέφτουν ἀστραπόπετρες προφήτισσες τοῦ ὀλέθρου ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. 109. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραπὴ 2. 2) Ὁ κεραυνωθεὶς λίθος ἢ καὶ ξύλον χρησιμοποιούμενα ὡς ἀλεξίφοβα Θρᾴκ. (᾿Αλμ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/