ἀστραποσύννεφο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραποσύννεφο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστραποσύννεφο τό, ἀμάρτ. ἀστραποσύγνεφο ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 130 καὶ Φλογέρ. βασιλ.2 78 - Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀστραπὴ καὶ σύννεφο.

Σημασιολογία

Νέφος ἀστραποφόρον ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. ...Καρτερῶντας βλέπουν τὸ μαῦρο ἀστραποσύγνεφο καὶ κρυφολαχταρίζουν ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 78.Τοῦ Παρνασσοῦ ἀπὸ τοὶς κορφὲς τ' ἀστραποσύγνεφα ἔφερα καὶ τῶν ἀεˬτῶν τὸ κλάγγισμα κιˬ ἄγρια κλαδιὰ βουνήσιˬα ΚΠαλαμ. ’Ασάλ. ζωὴ2 130.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/