ἀστραπούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραπούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστραπούλλα ἡ, ΓΞενοπ. Ζακυθιν. μαντήλ. 97.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ διὰ τῆς καταλ. -ούλλα.

Σημασιολογία

Μικρὰ, ἀσθενὴς ἀστραπὴ: Τὸ συννεφάκι ἔλαμπε ᾽ς τὴ μέση μὲ μιˬὰ μικρὴ ἀστραπούλλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/