ἀστραποχτυπημένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποχτυπημένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστραποχτυπημένος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Βωμ.2 23.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ καὶ τοῦ χτυπημένος μετοχ. τοῦ ρ. χτυπῶ.
Σημασιολογία
Ὁ ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς: Ποίημ. ...Μέσ’ ’ς τὸν καθρέφτη ὁ μάγος ξάνοιξε, ἀστραφτερὴ στιγμή, τὴν οὐρανίαν Ἑλένη, κιˬ ἂς βρόντηξε βαρεˬὰ ’ς τὴ γῆς ἀστραποχτυπημένος. Συνών. ἀστραποβαρεμένος, ἀστραποκαμένος (ἰδ. ἀστραποκαίω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA