ἀστραπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστραπῶ ἀμάρτ. ἀστραπάου Σκόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ κατὰ τὸ βροντὴ - βροντῶ.

Σημασιολογία

᾽Αστράπτω: ᾎσμ. ’Αστραπάει καὶ βροντάει | καὶ τὸν Τοῦρκο πολεμάει. Συνών. ἀστράφτω Α1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/