ἀστραγαλιδιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραγαλιδιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστραγαλιδιάζω ἀμάρτ. ’στραγαλιδιάζω Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστραγαλίδα.
Σημασιολογία
Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀποκτῶ ἀστραγαλίδες, ἤτοι ἐξοιδήσεις τῶν ἀδένων εἰς τὸν λαιμὸν ἢ τοὺς βουβῶνας: Ἀστραγαλιδιˬάζει ὁ λαιμός του. Συνών. ἀστραγαλιˬάζω ΙΙ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA