ἀστράτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστράτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστράτευτος ἐπίθ. Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *στρατευτὸς<στρατεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὁδοιπορήσας εἰσέτι, ὁ ἄπειρος τῆς ὁδοῦ, ἰδίως ἐπὶ ὑποζυγίων Σῦρ.: Πουλάρι ἀστράτευτο. 2) Μεταφ. ὁ ἄπειρος τοῦ κόσμου, ἀδαής, ἀδέξιος Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.): Ἔν᾽ ἀστράτευτος τ’ ᾿εν-νὰ μὲν ξορτώσῃ νὰ τὸ κάμῃ Κύπρ. Ἅμον ἀστράτευτον μωρὸν εἶσαι Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA