ἀστραφτωκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραφτωκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστραφτωκοπῶ Λεξ. Βλαστ. ᾿στραφτωκοπῶ Κύπρ. Σύμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀστράφτω, παρ' ὃ καὶ ᾽στράφτω, καὶ τῆς καταλ. -κοπῶ.

Σημασιολογία

Ἀστροφτωγυˬαλοκοπῶ, ὃ ἰδ. ἔνθ' ἀν.: Τ᾽ ἄρματα ἐστραφτωκοποῦσαν Κύπρ. Τόν εἶδαν ἐκεῖνον κ᾿ ἐστραφτωκόπαν κ᾿ ἐπάαιν-νε (ἐκ παραμυθ.) Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/