ἀστραχᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραχᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀστραχᾶς ὁ, πολλαχ. ἀστρακᾶς πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ γεωγραφικοῦ ὀν. Ἀστραχάν.
Σημασιολογία
1) Δέρμα ἐμβρύου ἀρνίον μήπω τελείως κυοφορηθέντος μὲ λεπτὸν οὖλον τρίχωμα χρησιμοποιούμενον πρὸς διάκοσμον ἐνδυμάτων. 2) Ὕφασμα μάλλινον μὲ πυκνὸν οὖλον χνοῦν κατ᾿ ἀπομίμησιν τοῦ προηγουμένου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA