ἀστραγαλόποδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραγαλόποδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστραγαλόποδο τό, ἀμάρτ. ’στραγαλόποδο Ζάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀστράγαλος καὶ πόδι. Διὰ τὴν ἀντίστροφον σύνθεσιν ἰδ. NAndriotis ἐν Glotta 27 (1938) 114 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀστραγάλι 1, ὃ ἰδ.: ’Εφάνηκε τὸ ᾿στραγαλόποδό τση.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA