ἄστρεφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστρεφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄστρεφτος ἐπίθ. Νάξ. (Φιλότ.) - Λεξ. Γαζ. (λ. ἄστροφος) ἀνήστρεφτος Ἴος ἀνήστρεφος Θήρ. Κῶς.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄστρεπτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος, ἀγύριστος Θήρ. Ἴος - Λεξ. Γαζ.: Φρ. Δανεικὰ κιˬ ἀνήστρεφτα (ἐπὶ χρημάτων δανειζομένων καὶ μὴ ἐπιστρεφομένων) Ἴος. 2) Τόπος ὅπου μεταβαίνων τις δὲν δύναται νὰ ἐπιστρέψῃ, ὁ ᾍδης Κῶς: Φρ. Πάει ’ς τὸν ἀνήστρεφον κιˬ ἀγύριστον! Πβ. τὸ μεταγν. Λυκοφρ. 813 «ἄστρεπτος ᾍδης». Συνών. ἄγειρτος 2, ἀγυριστιˬὰ 2, ἀγύριστος 6β. 3) ᾿Ανόητος, ἐπὶ λόγου Νάξ. (Φιλότ.): Ἄστρεφτες κουβέdες λέει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA