ἀστράγγιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστράγγιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστράγγιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀστράgιστος πολλαχ. ἀστρά’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀστρά’στους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀστράτζιστος Σκῦρ. ἀστράγγιχτος σύνηθ. ἀστράgιχτος πολλαχ. ἀστράγγιχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀστρά’χτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀστράντιχτος Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀστράτιχτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀστράντζιχτε Τσακων. ἀστράγγιγος πολλαχ. ἀστράgιγος πολλαχ. ἀστρά᾿γους Ἴμβρ. ἀστράgιˬος Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ἀστρά’τους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. στραγγιστός. Ὁ τύπ. ἀστρά’τους ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀστράγγητος.
Σημασιολογία
1) ᾽Αδιήθητος σύνηθ.: Γάλα - ζουμὶ ἀστράγγιστο. Τυρὶ - γιˬαούρτι ἀστράγγιχτο. Μυζήθρα ἀστράγγιχτη. ᾽Αστράγγιχτα μακαρόνιˬα σύνηθ. Συνών. ἀσούρωτος 1. 2) ᾿Επὶ πραγμάτων βρεγμένων, ὁ μὴ συμπιεσθείς, ὁ μὴ συσφιχθεὶς διὰ νὰ ἐκρεύσῃ τὸ ἐν αὐτῷ ὑγρὸν σύνηθ.: ᾽Αστράγγιχτο παννί-σφουγγάρι κττ. Ἀστράγγιχτα ροῦχα σύνηθ. Εἶναι ἀστράgιχτα τὰ τουλούμιˬα Ἄνδρ. β) Ὁ μὴ στεγνώσας, ὁ ὑγρὸς ἔτι πολλαχ.: ᾽Αστράγγιστη εἶναι ἡ σταφίδα πολλαχ. Ἀστράgιχτο ’ν’ ἀκόμα τὸ δῶμα, λάσπη μοναχὴ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) 3 Ὁ μὴ ψηθεὶς ἐσωτερικῶς, ἐπὶ ἄρτου σύνηθ.: Ψωμὶ ἀστράγγιχτο. Συνών. ἀνάσυρτος Α 3. 4) Ὁ μὴ πλήρως ἐκκενωθεὶς σύνηθ: Δὲν ἄφησε ποτήρι ἀστράγγιστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA