ἀστρὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστρὶ τό, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἰων. (᾿Ερυθρ.) Πελοπν. (Μάν. Μάναρ. Φιγάλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄστριˬου Θεσσ. ἄστρι Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. Ἰθάκ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (᾽Αράχ. Καπαρ. Λακων. Λάστ. Λεντεκ. Μάν. Μεσσ. Σουδεν. Τρίπ. Τριφυλ.) – Λεξ. Μπριγκ. ἄστρ' Ἤπ. (Τζουμέρκ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἄστιρ’ Θρᾴκ. (Σουφλ.) ἄσι Τσακων.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀστρί. Πβ. καὶ μεταγν. οὐσ. ἄστριον.

Σημασιολογία

1) Ἄστρον ἔνθ’ ἀν.: Τὴν ὥρα ποῦ βγαίνει τὸ πρῶτο ἄστρι, τόμου κάτσῃ ὁ ἥλιˬος ᾽Αργυρᾶδ. Ὄταν τὸ βράδυ δανείζεται κἀμμιˬὰ γυναῖκα προζύμι, τὸ κρύβει γιˬὰ νὰ μὴ τὸ ἰδοῦνε τ᾽ ἄστριˬα Ἀράχ. Ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστριˬα Λεντεκ. Τ᾿ ἄστρι τῆς αὐγῆς (ὁ αὐγερινὸς) Μάν. Τ’ς μέρας ἢ τ᾿ς νύχτας τ᾿ ἄστιρ’ (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Σουφλ. Ξύπνησε μὲ τ᾿ ἄστρι τῆς αὐγῆς (λίαν πρωὶ) Μάν. Ἅμα σὲ δαγκάσῃ ἀστρίτης καὶ βγοῦνε τ᾿ ἄστριˬα πεθαίνεις Μάν. || Φρ. Ἔρριξε τ᾽ ἄστριˬα (ἐμάντευσε τὸ ζητούμενον οἱονεὶ διὰ παρατηρήσεως τῶν ἀστέρων) Ἤπ. Δὲν τὸν εἶδα ’ς τ’ ἄστρι μου (οὐδέποτε τὸν ἐγνώρισα) Ἤπ. Αὐτὴ κατεβάζει τ᾿ ἄστρι (ἐπὶ μαγίσσης καὶ πολυμηχάνου) Μάν. Θὰ σοῦ δώσω μιὰ νὰ χάσῃς τ᾿ ἄστρι τῆς τραμουντάνας (νὰ ζαλισθῇς) Κεφαλλ. || ᾌσμ. Σὰν τί τὸ θέλ’ ἡ μάννα σου τὴ νύχτα τὸ λυχνάρι, ἀφοῦ ’χει μέσ᾽ ᾿ς τὸ σπίτι της τ’ ἀστρὶ καὶ τὸ φεγγάρι; (δημῶδ.) Ποι͜ὸς εἶδε νήλιˬο ἀποβραδὺ κιˬ ἄστρι τὸ μεσημέρι Τζουμέρκ. Νά ’χα τὸ σύννεφ’ ἄλογο καὶ τ᾿ ἄστρι χαλινάρι, τὸ φεgαράκι τῆς αὐγῆς νά ᾿ρχουμου κάθε βράδυ Θήρ. Τ᾿ ἄστρι μὲ τ᾿ ἄστρι πολεμᾷ καὶ δύσι μὲ τὴ δύσι, καὶ ᾿μένα τὸ πουλλάκι μου ποῦ ᾿ναι νὰ μοῦ μιλήσῃ; αὐτόθ. Ὅσ᾿ ἄστριˬα ἔχ᾽ ὁ οὐρανὸς καὶ φύλλα ἡ ἐλαία, τόσα βρακιˬὰ πουκάμισα νὰ σκίσῃ ὁ υἱός σου! Μάν. Νά ’χουν πέτρες προσκέφαλο, τὴ μαύρη γῆς γιˬὰ στρῶμα, τὸν οὐρανὸ γιˬὰ σκέπασμα καὶ τ’ ἄστριˬα γιˬὰ καντήλιˬα Λάστ. Ἡ λ. καὶ μεταφ. ἐπὶ προσώπου καὶ ἀνθρώπου ἐν γένει εὐειδοῦς Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Λάστ. Μάναρ. Τριφυλ.κ.ἀ.) Εἶναι ὡραία ἄστρι ᾿Αρκαδ. Αὐτὸς εἶναι ἄστρι Τριφυλ. Ἄστρι μου! (εἰρων.) Λάστ. Συνών. ἀστρή, ἄστρο 1. 2) Γυναικεῖον κόσμημα τοῦ στήθους Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) 3) Χαρταετὸς Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) 4) Διαμέρισμα τοῦ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους χαρασσομένου σχήματος τῆς παιδιᾶς καλόγερος ἀντιτιθέμενον πρὸς ἕτερον διαμέρισμα λεγόμενον φεγγάρι Πελοπν. (Καπαρ.) 5) Πληθ. ἄστριˬα, ζυμαρικὸν κατ᾽ ἀστρόμορφα τμημάτια Κέρκ. Συνών. ἀστράκι 3, ἀστρουλλάκι 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/