ἀστρίμμωχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρίμμωχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστρίμμωχτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀστρούμμωχτος Λεξ. Δημητρ. ἀστρίμμωτος Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. στριμμωχτός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ στριμμωχθείς, ὁ μὴ συμπιεσθεὶς ἐν στενῷ χώρῳ ἢ ἐν συνωστισμῷ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀστρίμμωχτα ροῦχα. Ταξιδέψαμε ἀστρίμμωχτοι. 2) Ὁ μὴ πιεσθεὶς ἠθικῶς, ὁ μὴ ἐξαναγκασθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Ὅσο τὸν ἀφίνεις ἀστρίμμωχτο δὲ θὰ σὲ πληρώσῃ Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/