βελούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βελούρι τό, Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Γαλλ. velours.
Σημασιολογία
Ράκος, κουρέλι: Ἤσκισε dονε καὶ τοῦ ᾽καμε τὰ ροῦχα βελούριˬα. Θὰ τὸνε πιˬάσω καὶ θὰ τὸνε κάμω βελούριˬα (θὰ τὸν κατασχίσω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA