γραμμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γραμμὸς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γράφω. Ἡ λ. καὶ παρ᾽ Ἡρωδιαν., (ἕκδ. Α. Lentz, I, 168, 2).

Σημασιολογία

Τὸ γράψιμον, ἡ γραφή: Εἶdα γράφετε πιˬὰ καὶ δὲν ἔχουνε γραμμὸ dοῦ γραμμοῦ! Τόσο πολλὰ εἶναι; || Φρ. ᾽Σ τὸ γραμμὸ (= ἀμέσως). ᾽Σ τὸ γραμμὸ ποὺ θὰ τοῦ τὸ γράψω, θὰ μοῦ τὰ πέψῃ (ἀμέσως μόλις θὰ τοῦ τὸ γράψω, θὰ μοῦ τὰ στείλῃ). ᾽Σ τὸ γραμμὸ ποὺ τσῆ ᾽γραψα τὸ σπίτι, μὲ πέταξαν ὄξω (ἀμέσως μόλις τῆς ἔγραψα τὸ σπίτι, μὲ ἐπέταξεν ἔξω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/