γκρίνιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρίνιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκρίνιˬα ἡ, κοιν. γκρίν-νιˬα Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. gρίνιˬα Ἐρεικ. Ἤπ. Ἰθάκ. Κέρκ. Κρήτ. Μέγαρ. Νάξ. Σάμ. Σκόπ. Σύμ. γρίνιˬα Ἀμοργ. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βιθυν. (Κατιρ. κ.ἀ.) Εὔβ. (Αἰδηψ. Βρύσ.) Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θὴρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Αὐδήμ.) Καππ. (Σινασσ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ. Σισάν. κ.ἀ.) Μῆλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Μεσσὴν.) Σάμ. Χίος (Βροντ. Ἐγρηγόρ.) –Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Πρω. Δημητρ. δρίνιˬα Ἰκαρ. γκρίνα Θάσ. Κάρπ. Σίφν. –Λεξ. Δημητρ. gρίνα Κεφαλλ. –Α. Λασκαρ., Ποιὴμ., 107 γρίνα Ἀστυπ. Δαρδαν. Εὔβ. (Βρύσ.) Θάσ. Θὴρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κύθηρ. Λέσβ. Λευκ. (Φτερν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Γαλανᾶδ. κ.ἀ) Πόντ. (Οἰν.) Χίος –Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Δημητρ. gρίνη Κεφαλλ. Κρὴτ. γρίνη Μακεδ. (Καβάλλ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) γκίρνιˬα Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ (Βογατσ. κ.ἀ.) γκίρνα Θρᾴκ. (Περίστασ.) gίινιˬα Σαμοθρ. gιίνα Σαμοθρ. ίρνιˬα Λυκαον. (Σίλ.) ρίνιˬα Πελοπν. (Φιγάλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. διαλεκτ. grigna. Ὁ τύπ. γρίνιˬα καὶ εἰς ᾽Ερωτόκρ. Δ 254 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «καὶ λέει τσι να πάψουσι γρίνιˬες καὶ κλάηματά τσι». Ὁ τύπ. γρίνιˬα καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἐριστικότης, διαρκὴς μεμψιμοιρία, διχόνοια κοιν.: Μᾶς ἔφαγες μὲ τὴ γκρίνιˬα σου, πάψε πιˬὰ κοιν. Ἔπεσε γρίνιˬα ’ς τὸ σπίτι καὶ δὲ θὰ δοῦνε καλὸ Πελοπν. (Κορινθ.) Δὲν τοῦ ’καμα τὴ χάρη κ᾽ εἴχαμε γκρίνιˬες Ἀθῆν. Ἡ γρίνιˬα δὲν εἶναι καλὸ πρᾶμα μέσ’ ’ς τὸ σπίτι Εὔβ. (Βρύσ.) Ἡ γρίνα ἡ δική σου δὲ μ’ ἀφίνει νὰ δῶ προκοπὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲ βρῆκι ἕτ’μου τοὺ φαΐ κιˬ ἀρχί’σι τ᾽ gρίνια Σκόπ. Οὕλου φαγουμάρα κιˬ οὕλου γρίνιˬα εἶνι τους Μακεδ. (Θεσσαλον.) Ἀρχίζουνε κάιθε μέρα τὴ γκρίνιˬα μὲ τὴν πεθερά της καὶ τὰ πᾶνε σκοινὶ κορδόνι Πελοπν. (Βερεστ.) Ἔβγαλι τρανὴ γκρίνιˬα τώρα π᾿ γέρασι Στερελλ. Ἀρχί’σαι μιˬὰ γκρίνιˬα, ἕνα κακό, τρώουντι σὰν τὰ σ’λλιˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Κακιˬὰ γκρίνιˬα νὰ σᾶς πιˬάσ’! (ἀρὰ) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Παροιμ. Κάλλιˬο λάχανο μ’ εἰρήνη παρὰ ζάχαρη μὲ gρίνη Κεφάλλ. Κάλλιˬο λάχανα μὲ γέλιˬα παρὰ πέρδικα μὲ γκρίνιˬα Πελοπν. (Ἀχαΐα). Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Πβ. Π.Δ. (Παροιμ. 15, 17) «κρείσσων ξενισμὸς μετά λαχάνων πρὸς φιλίαν καὶ χάριν ἢ παράθεσις μόσχων μετ’ ἔχθρας» Ἡ οὑμόνο͜ια κτίζ’ σπίτ’ κ’ ἡ γκρίνιˬα τοὺ γκριμίζ’ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἡ παροιμ εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Γνωμ. Ἡ φτώχε͜ια φέρνι γρίνα Εὔβ. (Βρύσ.) Ἡ γκρίνιˬα φέρν’ δυστ’χιˬὰ κ΄ ἡ ἀγάπ’ πλούτ’ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἡ γκρίνιˬα κ᾿ ἡ δυστ’χιˬὰ ᾽ς τ΄ν ἴδιˬα σκέπ ζοῦι αὐτόθ. Ὅπου ἀκούσῃς γρίνιˬα, ἐκεῖ ’ναι καὶ ἡ φτώχε͜ια Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Ἀπὸ καράβι κιˬ ἀπὸ σπίτι ἡ γρίνα δὲ λείπει αὐτόθ. Πεῖνα γρίνα Νάξ. Ἡ γρίνιˬα ἡ πουλλὴ εἶνι γουρσουζιˬὰ Λέσβ. (Πάμφιλ.) Συνων. γκρίνιˬασμα, γλωσσοφαγιˬά, γλωσσοφαγούρα, μουρμούρα. β) Ἰδίᾳ ἐπὶ νηπίων, ὁ συνεχὴς καὶ ὀχληρὸς κλαυθμυρισμὸς Βιθυν. Ζάκ. Ἤπ. ’Ιθάκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μεσσὴν.) Σάμ. Σίφν. –Λεξ. Βυζ. Δημητρ.: Αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ τὸ φάῃ ἡ γκρίνιˬα Σίφν. Δὲ gζέρω ’dα ἔχει τ᾽ ἔχει ὅλο gρίνιˬες τὸ παιδί μου Μέγαρ. Ρίξ’του μιˬὰ κουταλιˬὰ ἀφχιˬόνι ᾿ς τὸ γάλα του, νὰ ξεραθῇ, ποὺ μᾶς μούρλανε μὲ dὴ gρίνιˬα του Ἰθάκ. 2) Μετων., ὁ μεμψίμοιρος Θάσ. Μακεδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Τσῆ Γρίνιˬας τὸ Μητᾶτο Κρήτ. (Ἀξ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/