Βενετιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βενετιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Βενετιˬὰ ἡ, Βενετία Ζάκ. Κάρπ. Βενετιˬὰ κοιν. Βινιτιˬὰ βόρ. ἰδιωμ Βενεdιˬὰ Κάρπ. Βενεθιὰ Κρήτ. Βινεδκιˬὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ γεωγραφικοῦ ὀν. Βενετία.

Σημασιολογία

Ἡ πόλις τῆς ᾿Ιταλίας Βενετία κοιν.: Φρ. Θὰ χάσ’ ἢ ἔχασε ἡ Βενετιˬὰ βελόνα (εἰρων. ἐπὶ ἀπωλείας πράγματος άσημάντου) σύνηθ. Ἀξίζει μιˬὰ Βενετιˬὰ (ἐπὶ πολυτίμου, συνών. φρ. ἀξίζει Βενέτικα) πολλαχ. Ἔχει τῆς Βενετιˬᾶς τὸ βιˬὸ (ἐπὶ κατόχου μεγάλης περιουσίας) Ἤπ. Ἔχει μισὴ Βενιτιὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύθν. Ὅπο͜ιος πουλεῖ ’ς τὴν πόρτα του πουλεῖ 'ς τὴ Βενετία (ὁ πωλῶν τι ἐν τῇ οἰκίᾳ του εὑρίσκεται εἰς πλεονεκτικὴν θέσιν) Κρήτ. || Γνωμ. Ἄν κάμ’ Ἀπρίλης δυˬὸ νερὰ | κιˬ ὁ Μάις ἄλλα δυˬό, άξίζουν ᾿κεῖνα τὰ νερὰ | σὰν τῆς Βενετιˬᾶς τὸ βιˬὸ Πελοπν. (Λακων.) Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. γυναικὸς πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/