Βενέτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βενέτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

Βενέτικος ἐπίθ. κοιν. Βενέτ’κος Τῆν. Βινέτ’κους βόρ. ἰδιώμ. Βινίτικους Λυκ. (Λιβύσσ.) Βενέκικο Τσακων.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. Βενέτικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ Βενετίας προερχόμενος ἢ ὁ εἰς τὴν Βενετίαν ἀνήκων κοιν. καὶ Τσακων.: Βενέτικος καθρέφτης. Βενέτικο πιπέρι. Βενέτικο σκυλλί. Βενέτικο καράβι. Βενέτικο φλωρὶ καὶ οὐσ. Βενέτικο (χρυσοῦν νόμισμα τῆς Βενετίας). Βενέτικο μάλαμα-χρυσάφι (καθαρὸς χρυσὸς) κοιν. || Φρ. Βενέτικος γιατρὸς (διάσημος) Προπ. (Μηχαν.) Βενέτικη φεργάδα (ἐπὶ ὡραίας γυναικὸς) Κρήτ. Εἶναι φλωρὶ Βενέτικο (ἐπὶ ἀνθρώπου κεκοσμημένου διὰ παντοίων ἀρετῶν) Ἤπ. Ἀξίζει ἕνα Βενέτικο (ἐπὶ πολυτίμου πράγματος) Πελοπν. (Ἄργ.) || Παροιμ. Τῆς σήρας τὰ Βενέτικα παρατιμῆς πηαίνουν (ὁ ἀνίσχυρος ἀδικεῖται καὶ εἰς τὰς συναλλαγάς του. σήρας=χήρας) Μεγίστ. Συνών. Βενετσιˬάνικος. 2) Μικρόσωμος (ἡ σημ. ἐκ τοῦ ἐκ Βενετίας εἴδους μικροσώμου κυνὸς) Κρήτ.: Ἐπόμεινε Βενέτικος. 3) Οὐδ. οὐσ., ἄργιλλος τὴν ὁποίαν χρησιμοποιοῦν οἱ ἁγγειοπλάσται Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βενέτικο Ἤπ. Χίος Βενέτικα Ἀμοργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/