ἀστροκαίω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστροκαίω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστροκαίω ἀμάρτ. ἀστρουκαίου Μακεδ. (Σισάν.) Παθ. ἀστροκαίομαι Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄστρο καὶ τοῦ ρ. καίω.
Σημασιολογία
1) Κεραυνοβολῶ Μακεδ. (Σισάν.): Οὑ Θεˬὸς νὰ τοὺν ἀστρουκάψ’! (ἀρά). 2) Παθ. καίομαι ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν ἄστρων, ἐπὶ ὀσπρίων δυσεψήτων Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.): ’Αστροκάηκε ἡ φακῆ Μάν. ᾽Αστροκαηˬμένα λούπινα Λακων. Διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ μεταγν. ἀστροβολέομαι καὶ τὸ ἀρχ. ἀστρόβλητος ᾿Αριστοτ. Περὶ νεότ. 6,3 «εἰ τοῦ θέρους ἰσχυρὰ συμβαίνει καύματα . . . λέγεται ἀστρόβλητα γίνεσθαι τὰ δένδρα» καὶ Ἡσύχ. «ἀστροβολήτους• τοὺς ὑπὸ τοῦ κυνὸς βαλλομένους».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA