Βενετσιˬᾶνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Βενετσιˬᾶνος
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
Βενετσιˬᾶνος ὁ, κοιν. Βινιτσιˬᾶνους βόρ. ἰδιώμ Βενετσάνος πολλαχ. Βελετιˬᾶνος Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐθνικὸν ὄν. Βενετσιˬᾶνος, ὃ ἐκ τοῦ Βενετ. Venezian. Πβ. τὸ παρὰ Γεωργηλ. Ἅλωσ. στ. 229 (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth.) Βενητσιᾶνοι.
Σημασιολογία
1) Ὁ κάτοικος τῆς Βενετίας, Βενετός, Ἑνετὸς κοιν.: Φρ. ’Σ τὸν καιρὸ τοῦ Βενετσιˬάνου (ἐπὶ Ἑνετοκρατίας) κοιν. ᾽Ερκετουν σὰν τὸν Βελετσιˬᾶνον (μεγαλοπρεπῶς) Κύπρ. || Γνωμ. Κάλλιˬ’ ἔχω Τούρκου μαχαιρεˬὰ πάρε Βενετσάνου κρίσι (τὸ δικαστήριον τῶν Βενετῶν εἶναι ἀδικώτερον τοῦ Τούρκου σφαγέως) Τῆν. Κάλλιˬο μακελλε͜ιὸ ᾿ς τὸν Τοῦρκο παρὰ κρέας ’ς τὸ Βενετσᾶνο αὐτόθ. Ἡ λ. ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τοὺς τύπ. Βενετσᾶνος Πελοπν. (Μάν.) Βενετσάνα Στερελλ. (Δεσφ.) καὶ ὡς ἐπῶν. ὑπὸ τὸν τύπ. Βενετσᾶνος Κρήτ. Κυκλ. Πελοπν. (Μεσσ) 2) ᾿Επιθετικ., Ἑνετικὸς Κορσ.: ᾎσμ. Κάλλιˬο νὰ λάβῃς τουφεκεˬὰ καὶ φούρκα Βενετσιˬάνα, παρὰ ν’ ἀκούσω, ἀγάπη μου, νὰ πάρῃς ἄλλον ἄντρα. 3) Θηλ. Βινιτσιˬάνα οὐσ., εἶδος πηλίνου ἀγγείου Μακεδ. (Βλαστ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βενετσιˬᾶνες καὶ ὡς τοπων. Μῆλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA