ἀστρολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστρολογῶ Σῦρ. κ.ἀ. ἀστρολογάω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀστρολογῶ.
Σημασιολογία
Διὰ παρατηρήσεως τῶν ἀστέρων προλέγω τὰ μέλλοντα ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ--ἀστρολόγοι ἀστρολογοῦ κάθα μέρα Σῦρ.. || ᾎσμ. Ἤθελα ν᾿ ἀστρολόγαγα ’ς τὰ μάτιˬα σου, κυρά μου ἀγν. τόπ. Συνών. ἀστρονομῶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA