γρανάζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρανάζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρανάζι τό, κοιν. γρανάζ᾽ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γρανάζζι Σύμ. γρενάζι Ἀθῆν. γρενάτζιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ingrαnαggio = συμπλοκὴ ὀδοντοφόρων τροχῶν μηχανῆς, συγγόμφωσις ὀδόντων τροχοῦ.
Σημασιολογία
Ὀδοντωτὸς τροχὸς κοιν.: Τὸ γρανάζι εἶναι ἴσο καὶ κωνικὸ καὶ ἔχει δόντιˬα ξύλινα ἢ μαντεμένιˬα Ναύστ. Πιˬάνει τὸ δόντι τοῦ γραναζιˬοῦ αὐτόθ. β) Τὸ ξύλινον πρότυπον ὀδοντωτοῦ τροχοῦ Ναύστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA