ἀστρομερίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρομερίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀστρομερίτης ὁ, Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

᾽Εκ τῶν οὐσ. ἄστρο καὶ ἡμέρα καὶ τῆς καταλ.-ίτης.

Σημασιολογία

Τὸ ἄστρον αὐγερινός. Συνών. ἀστέρας 1β, ἀστέρι 1γ, ἀστέρινος 7, ἀστρίτσι 1γ, ἄστρο 1β, ἀστρούλλακας, αὐγερινός, αὐγίτης, μεράστρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/