βενζινάροτρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βενζινάροτρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βενζινάροτρο τό, λόγ. σύνηθ

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βενζίνη καὶ τοῦ λογ. οὐσ. ἄροτρο.

Σημασιολογία

Ἄροτρον κινούμενον διὰ βενζινομηχανῆς

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/