γρανάτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρανάτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρανάτα ἡ, (Ι) Ζάκ. Νάξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βενετ. grαnαtα = πολύτιμος πορφυροῦς λίθος.
Σημασιολογία
1) Εἶδος πολυτίμου λίθου χρησιμεύοντος ὡς κόσμημα ἔνθ᾽ ἀν.: «Προικίζει δὲ προσέτι αὐτῇ μιὰν ζύγη βραχιόνια χρυσᾶ δραμίων ἑξήκοντα δύο, μιὰν ζυγὴν σκολαρίγγια χρυσᾶ μὲ πέτρες γρανάτας καὶ μὲ μαργαριτάρια» (ἐξ ἐγγρ. τοῦ 1847) Νάξ. β) Τεμάχιον ἐγχρώμου σφαιρικῆς ὑάλου χρησιμεῦον ὡς κόσμημα ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA