γρανί

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρανί

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρανί τό, Πελοπν. (Ἀχαΐα Βλαχοκερασ. Δίβρ. Ἦλ. Κερπιν. Λάμπ. Λεχαιν. Μεσσην. Φιγάλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γράνα ὡς ὑποκορ.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ αὖλαξ, τάφρος, μικρὸς χάνδαξ πρὸς διοχέτευσιν τῶν ὀμβρίων ὑδάτων ἐκτὸς τοῦ καλλιεργουμένου ἀγροῦ Πελοπν. (Βλαχοκερασ. Δίβρ. Κερπιν. Λάμπ. Μεσσην. Φιγάλ.): Κόψε γρανιˬὰ μέσ᾽ ᾽ς τὸ χωράφι, γιὰ νὰ φεύγουν τὰ νερὰ τῆς βροχῆς νὰ μὴ λιμνιˬάζουν Βλαχοκερασ. Τὰ γρανιˬὰ ρίχνουν τὰ νερά τους ᾽ς τὶς γράνες κιˬ αὐτὲς ᾽ς τὸ ποτάμι, ᾽ς τὴ ρεματιˬὰ αὐτόθ. Κάνε ᾽να γρανὶ γύρω - γύρω ᾽ς τὴ βραγιˬὰ μὲ τὰ κρεμμύδιˬα Δίβρ. Συνών. αὐλακάκι, γρανίδι, γρανίτσα (Ι), γρανούλα, σαϊττάρι, χαντάκι. 2) Ἕκαστον τῶν τμημάτων εἰς τὰ ὁποῖα ὑποδιαιρεῖται ἀγρὸς διὰ τῆς διανοίξεως παρόδων ἢ μικρῶν τάφρων Πελοπν. (Ἀχαΐα Ἦλ.): Ἔχεις ἄσκαφη σταφίδα πολλή; - Πέντε γρανιˬὰ Ἦλ. Πόσα γρανιˬὰ τὄκαμες τὸ χωράφι; Ἀχαΐα. Δυˬὸ γρανιˬὰ ἔμειναν ἀπότιγα αὐτόθ. 3) Μικρὸς δρόμος, μονοπάτι Πελοπν. (Ἠλ. Λεχαιν.): Μὲ τὴ gόσα καθαρίζομε τὰ γρανιˬὰ ἢ τὰ στρατόνιˬα Λεχαιν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρανὶ Στερελλ. (Φωκ.) καὶ Γρανιˬὰ τά, Πελοπν. (Γορτυν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/