γρανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρανιˬάζω Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βλαχοκερασ. Γαργαλ. Δίβρ. Ἦλ. Μεγαλόπ. Οἰν. Φιγάλ. Χατζ.) γρανιˬάζου Στερελλ. (Περίστ. Ὑπάτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γράνα (Ι) καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὀρύσσω χάνδακα, αὔλακα ἐντὸς ἀγροῦ Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βλαχοκερασ. Μεγαλόπ. Οἰν. Φιγαλ. Χατζ.) Στερελλ. (Περίστ.): Γρανιˬάζω τὴ σταφίδα-τὸ ἀμπέλι Ἀνδροῦσ. Ἄνοιξε καινούργιˬο χωράφι καὶ τὸ γράνιˬασε ἀπ᾽ οὕλες τὶς μεριˬὲς νὰ μὴν πέφτουν τὰ νερά μέσα Βλαχοκερασ. Κάθι χρόνου γρανιˬάζου ἐξ ἀρχῆς, γιˬατὶ β᾽λώ᾽ ἡ γράνα ἀπ᾽ τὰ νιρὰ τού ᾽μῶνα Περίστ. 2) Χωρίζω καλλιεργούμενον ἀγρὸν εἰς τμήματα, πρασιὰς Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἠλ. Οἰν. Χατζ.): Θὰ γρανιˬάσω τὸ χωράφι Χατζ. 3) Ὁδηγῶ τὰ ζῷα πρὸς βοσκὴν εἰς γράναν Στερελλ. (Ὑπάτ.) 4) Παθ., εἰσέρχομαι εἰς γράναν Στερελλ. (Περίστ.): Τοὺ νιρὸ γρανιˬά᾽κι (μπῆκε εἰς τὴν γράναν καὶ ρέει). 5) Ρίπτω τι εἰς γράναν Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Χατζ.): Τὸ γράνιˬασε τὸ κάρο του ὁ Τσαλούπης Δὲν πρόσεχε γλέπεις! (Τσαλούπης· παρωνύμ.) Γαργαλ. Ἔτρεχε πολὺ μὲ τό ᾽φτακίνητο καὶ γρανιάστηκε Δίβρ. β) Μεταφ., φονεύω τινὰ καὶ τὸν κρυπτω εἰς γράναν Πελοπν. (Γαργαλ. Χατζ.) Στερελλ. (Ὑπάτ.): Θά σ᾽ τὸν πιˬάσω τὸ γαμόσταυρο καὶ θὰ σ᾽ τόνε γρανιˬάσω (γαμόσταυρο = ἐκ τῆς φρ. γαμῶ τὸ σταυρό του) Γαργαλ. Θὰ σοῦ δώσω νιˬὰ σπρωχτιˬὰ νὰ σὲ γρανιˬάσω Χατζ. Τοὺν γράνιˬασαν τοὺ Θύμνιˬου (τὸν Εὐθύμιον τὸν ἐφόνευσαν καὶ τὸν ἔκρυψαν εἰς χάνδακα) Ὑπάτ. Θὰ σὶ γρανιˬάσου κάνιˬα μέρα αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA