ἀστρονόμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρονόμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀστρονόμος ὁ, λόγ. καὶ δημῶδ. σύνηθ. ἀστρουνόμους βόρ. ἰδιώμ. ’στρονόμος Κύπρ. Θηλ. ἀστρονόμη Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαία
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀστρονόμος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐξετάζων τὴν φύσιν καὶ τὴν κίνησιν τῶν οὐρανίων σωμάτων λόγ. σύνηθ. 2) Ὁ διὰ τῆς παρατηρήσεως τῶν ἀστέρων προλέγων τὰ μέλλοντα σύνηθ.: Μιˬὰ φορὰ ἦταν ἕνας βασιλεˬὰς κ᾿ ἠπῆγε μἐ τσ’ ἀστρονόμοι του ’ς τὸ κυνήγι (ἐκ παραμυθ.) Ἰων. (Σμύρν.) Τὸ ἤξερε ποῦ θαλὰ γένουνε τὰ παιδιˬὰ ἔτσι ποῦ εἴπαμε, γιˬατὶ ἤτανε ἀστρονόμος (ἐκ παραμυθ.) Βιθυν. || ᾌσμ.Ἡ μάννα του ’τουν μάισσα τσ᾿ ὁ τύρις του ᾿στρονόμος Κύπρ. Ἦτουν ἡ μάννα μάισσα τ’ ἡ κόρη ἀστρονόμη αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Συναξάρ. γαδάρ. στ. 57 (ἔκδ. GWagner σ. 113) «ἐγώ ’μαι ἀστρονόμισσα, ἐγώ ’μαι καὶ μαντεύτρια». Συνών. ἀστρολόγος 1, ἀστρομάντις. 3) Εἶδος παιδιᾶς Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA