γρανίτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρανίτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρανίτα ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαnitα.
Σημασιολογία
Παγωμένος χυμὸς φρούτων πολλαχ.: Γρανίτα ἀπὸ λεμόνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA