γρανιτένιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρανιτένιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γρανιτένιˬος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρανίτης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ένιˬος.

Σημασιολογία

Ὁ συνιστάμενος ἐκ γρανίτου, ὁ ἔχων τὴν σκληρότητα τοῦ γρανίτου λόγ. σύνηθ. β) Μεταφ., ὁ ἄτεγκτος, ὁ ἄκαμπτος, ὁ σταθερὸς λόγ. σύνηθ.: Ἔχει γρανιτένιˬα θέληση. Συνών. ἀτσαλένιˬος 2, γρανιτικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/