ἀστρονομοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρονομοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστρονομοῦσα ἡ, Κύπρ. ’στρονομοῦσα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀστρονομῶ καὶ τῆς καταλ. -οῦσα.

Σημασιολογία

Γυνὴ μαντεύουσα τὰ μέλλοντα διὰ τῆς παρατηρήσεως τῶν ἀστέρων: ᾎσμ. Ἡ μάννα ἦταν μάισσα τ' ἡ κόρη ἀστρονομοῦσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/