γρανίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρανίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρανίτης ὁ, λόγ. σύνηθ. γρανίτ᾽ς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. grαnit = σκληρὸν πυριγενὲς πέτρωμα ἔχον κόκκους χονδροὺς ἢ λεπτοὺς.
Σημασιολογία
Πυριγενές, σκληρὸν κοκκῶδες πέτρωμα λόγ. σύνηθ. β) Μεταφ., ὁ ἄτεγκτος, ὁ σταθερός, ὁ ἀδιάφθορος λόγ. σύνηθ.: Αὐτὸς εἶναι γρανίτης δὲν ἀλλάζει γνώμη μὲ τίποτε. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρανίτης καὶ ὡς ἐπῶν. Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA