ἀστρονομῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρονομῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστρονομῶ ᾿Αστυπ. Ἤπ. Κάσ. Κρήτ. Κύπρ. -Λεξ. Περίδ. ᾿στρονομῶ Κύπρ. ἀστρονομάω Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ. -Λεξ. Δημητρ. ἀστρουνουμάου Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. ἀστρονομίζω ᾿Αστυπ. Κάρπ. Κρήτ. Νίσυρ. Χίος -Λεξ. Βλαστ. ἀστρουνουμίζου Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Χρονολόγηση

Αρχαία

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀστρονομῶ. Τὸ ἀστρονομίζω καὶ μεταγν.

Σημασιολογία

1) ’Ασχολοῦμαι περὶ τὴν ἐξέτασιν τῶν ἀστέρων Ἤπ. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. 2) Μαντεύω τὰ μέλλοντα διὰ τῆς παρατηρήσεως τῶν ἀστέρων Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰων. (Σμύρν.) Κύπρ. Κωνπλ. Νίσυρ. Σάμ. Χίος: Εἶχι μιˬὰν ἀλαφράδα, πίστιβι σώ’ κὶ καλὰ πῶς ἤξιρι ν᾿ ἀστρουνουμάῃ Σάμ. || ᾎσμ. Πήγαινε, γιˬέ μου, ᾿ς τὸ καλὸν νὰ πά’ ν᾽ ἀστρονομήσω, ᾿ς τὲς πέντε ὧρες ᾿στρονομᾷ, ᾿ς τὲς ἓξ καλημερᾷ τον Κύπρ. Συνών. ἀστρολογῶ. Καὶ μετβ. μαντεύω τὴν τύχην τινὸς παρατηρῶν τὰ ἄστρα Κύπρ.: ᾎσμ. Δὲ σοῦ χαρίζω τὴν εὐχὴν κιˬ ἂν δὲν σ᾿ ἀστρονομήσω, ’ς τὲς πέντε ὧρες τῆς νυκτοῦ βγαίνει κιˬ ἀστρονομᾷ τον. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. S 1766 (ἔκδ. JLambert) «λοιπὸν ἀπόψε ἀφῆτε με νὰ ἰδῶ, ν᾽ ἀστρονομήσω, | νὰ μάθω τί ἐγίνετον, παιδία μου, εἰς τὴν Ροδάμνην». β) Προσπαθῶ νὰ μαντεύσω τὸν καιρὸν διὰ τῆς παρατηρήσεως τῶν ἀστέρων Λεξ. Δημητρ. γ) Μαντεύω Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ.: ᾎσμ. Ἤθελα ν᾿ ἀστρονόμαγα μέσα ’ς τοὺς ὀφθαλμούς σου νά ’βλεπα ποῖον ἀγαπᾷς καὶ ποῖον βάζ᾿ ὁ νοῦς σου. 3) ᾽Αφίνω τι ὅλην τὴν νύκτα εἰς τὸ ὕπαιθρον διὰ νὰ ἴδουν αὐτὸ τὰ ἄστρα καὶ ἀποκτήσῃ οὕτω μαντικὴν ἤ ἰαματικὴν δύναμιν ᾿Αστυπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. : Σὰν ἐνύχτωσε, παίρνει την κούκλα τσαί βάλ-λτει την ἀπάνω ᾿ς τὸ δῶμα τσ᾿ ἀφίνει την ἐτσε͜ιὰ ν᾿ ἀστρονομηθῇ (ἐκ παραμυθ.) ᾿Αστυπ. Συνών. ἀστροφεγγιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/